- συοτρόφος
- συοτρόφοςfeeding swinemasc/fem nom sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
συοτρόφος — ον, Α 1. αυτός που τρέφει τους χοίρους («συοτρόφος χώρα», Ιώσ.) 2. το αρσ. ως ουσ. ὁ συοτρόφος ο χοιροβοσκός. [ΕΤΥΜΟΛ. < σῦς, συός «χοίρος» + τροφός (< τρέφω), πρβλ. ορνιθο τρόφος, προδατο τρόφος] … Dictionary of Greek